Τσιγκουνιά στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσιγκουνιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inhaligheid, schraperigheid, vrekkigheid, gierigheid, niggardliness
Τσιγκουνιά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκουνιά

τσιγκουνιά ψυχολογία, τσιγκουνιά και μιζέρια σε άντρα, συναισθηματική τσιγκουνιά, τσιγκουνιά συνώνυμα, ονειροκριτης τσιγκουνιά, τσιγκουνιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσιγκουνιά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκλώ στα ολλανδικά - tas, bonzen, zak, Ciglane
  • τσιγκουνεύομαι στα ολλανδικά - stint, spaarzaam, stint van
  • τσιγκούνης στα ολλανδικά - schraal, vrekkig, schraperig, gemiddeld, mager, inhalig, betekenen, ...
  • τσιλιαδόρος στα ολλανδικά - schildwacht, uitzicht, kijk, uitkijk, kijk uit, Lookout, uitkijkpost, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκουνιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inhaligheid, schraperigheid, vrekkigheid, gierigheid, niggardliness