Inruilen στα ελληνικά

Μετάφραση: inruilen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναλλαγή, ανταλλάσσω, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Inruilen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inrichting στα ελληνικά - δομή, ετοιμασία, διευθέτηση, εξοπλισμός, τακτοποίηση, συσκευή, ρύθμιση, ...
  • inroepen στα ελληνικά - ρωτώ, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
  • inschakelen στα ελληνικά - αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, συντονιστείτε, συντονιστείτε στο, συντονιστείτε σε, συντονιστείτε στον, ...
  • inschikkelijk στα ελληνικά - εξυπηρετικός, συμμορφούμενα, υπάκουα
Τυχαίες λέξεις
Inruilen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναλλαγή, ανταλλάσσω, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών