Inschikkelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: inschikkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, συμμορφούμενα, υπάκουα
Inschikkelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inruilen στα ελληνικά - εναλλαγή, ανταλλάσσω, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
  • inschakelen στα ελληνικά - αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, συντονιστείτε, συντονιστείτε στο, συντονιστείτε σε, συντονιστείτε στον, ...
  • inschuiven στα ελληνικά - βάζω, εισάγω, ανακαλώ, αποσύρω, Ανασύρετε, Συμπτύξτε, Ανασύρετε το
  • inscriptie στα ελληνικά - εγχάραξη, επιγραφή, ένδειξη, επιγραφή που, επιγραφής, εγγραφή
Τυχαίες λέξεις
Inschikkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, συμμορφούμενα, υπάκουα