Λέξη: κολάρο
Σχετικές λέξεις: κολάρο
κολάρο για σκύλους, κολάρο αυχένα, κολάρο αυχένα τιμή, κολάρο ή σαμαράκι, κολάρο γαυγίσματος, κολάρο λαιμού, κολάρο για ψύλλους, κολάρο εκπαίδευσης σκύλου, κολάρο σκύλου, κολάρο κατά του γαυγίσματος
Συνώνυμα: κολάρο
περιλαίμιο, γιακάς, κλοιός, λαιμαρία, πιάνω από τον λαιμόν, κόλαρο, φλάντζα, παρέμβυσμα, εξέχων γύρος
Μεταφράσεις: κολάρο
κολάρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collar, clamp, a collar, the collar
κολάρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
collar, cuello, collarín, collar de, del collar
κολάρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kragen, halsband, festnehmen, bund, verhaften, festnahme, Kragen, Halsband, Bund
κολάρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
col, collier, faux-col, arrestation, collet, collerette, bague
κολάρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bavero, colletto, collare, collo, del collare, collare di
κολάρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
captura, colarinho, colar, prisão, coleira, gola, colar de
κολάρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hechtenis, halsband, halsboord, arrestatie, halsketting, boord, arrest, aanhouding, kraag, de kraag, boorden
κολάρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воротничок, хомут, ошейник, ворот, ожерелье, арест, воротник, и сфера услуг, специальности и сфера услуг, воротника
κολάρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snipp, krage, halsbånd, kragen, kraven, krave
κολάρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halsband, krage, kragen
κολάρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaulus, vangita, pidättää, länget, holkki, pidätys, kauluksen, collar, kauluksessa, kaulukseen
κολάρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krave, flip, kraven, halsbånd, collar
κολάρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chomout, objímka, límec, obojek, límeček, collar, límce
κολάρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kołnierzyk, naszyjnik, kołnierz, rolada, obroża, chomąto, pierścień, kołnierza
κολάρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aknatorok, nyaktollazat, tányérkarika, gyökérnyak, fémkarika, nyaklánc, nyakrész, tengelyváll, tengelykarima, aknaszáj, aknagádor, gallér, nyakörv, gallérral, gallért, galléros
κολάρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasma, yaka, tutuklama, gerdanlık, yakalı, collar, izolasyonu, bilezik
κολάρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ошийник, нашийник, хомут, комір, воротник, комірець
κολάρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jakë, kular, qafore, opsion investimi mbrojtës i, qafë
κολάρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яка, нашийник, яката, Промишленост
κολάρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каўнер
κολάρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arest, muhv, krae, kaelarihm, kraega, võru, kaelus
κολάρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okovratnik, naglavak, spojnica, ovratnik, kragna, ovratnikom, ovratnika
κολάρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flibbi, jaxl, kraga, kragi, kolli, kraganum
κολάρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
areštas, apykaklė, antkaklis, apykaklės, apykaklę, apykakle
κολάρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arests, apkakle, arestēšana, apkaklīšu, apkakles, collar, kaklasiksna
κολάρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јаката, јака, ремен, палтото, јаката на
κολάρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arestare, guler, guler de, gulerul, cu guler, colier
κολάρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ovratnik, collar, ovratnica, ovratnika, objemka
κολάρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
golier, límec
Στατιστικά δημοτικότητας: κολάρο
Τυχαίες λέξεις