Insluiten στα ελληνικά

Μετάφραση: insluiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισιώνω, φυλάω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περικλείω, περικυκλώνω, υπονοώ, εσωκλείω, πλαισίωση, επισυνάπτω, περικλείουν, επισυνάψουν, περικλείει, να επισυνάψουν
Insluiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inslaan στα ελληνικά - σουξέ, χτυπώ, βαρώ, σπάσιμο, Smash, συντριβή, συντριβής, ...
  • inslikken στα ελληνικά - τυλίγω, χελιδόνι, καταποντίζω, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
  • inspanning στα ελληνικά - δοκιμάζω, διηθώ, ζόρι, εκδικάζω, προσπάθεια, στραμπουλίζω, απόπειρα, ...
  • inspecteren στα ελληνικά - εποπτεύω, επιθεωρώ, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Τυχαίες λέξεις
Insluiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισιώνω, φυλάω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περικλείω, περικυκλώνω, υπονοώ, εσωκλείω, πλαισίωση, επισυνάπτω, περικλείουν, επισυνάψουν, περικλείει, να επισυνάψουν