Insteken στα ελληνικά

Μετάφραση: insteken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, εισέρχομαι, μπαίνω, βάζω, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
Insteken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inspuiting στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
  • installeren στα ελληνικά - εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, ...
  • instellen στα ελληνικά - θεσπίζω, επιβάλλω, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
  • instelling στα ελληνικά - θεσμός, ίδρυση, ρύθμιση, ίδρυμα, όργανο, φορέα, ιδρύματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Insteken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, εισέρχομαι, μπαίνω, βάζω, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε