Εισέρχομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εισέρχομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
indoen, insteken, binnenlopen, ingaan, betreden, steken, binnengaan, invoeren, binnenkomen
Εισέρχομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισέρχομαι

εισέρχομαι αρχικοι χρονοι, συνέρχομαι αρχαία, εισέρχομαι συνώνυμο, εισέρχομαι συνώνυμα, εισέρχομαι κλίση, εισέρχομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισέρχομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ειρωνικός στα ολλανδικά - ironisch, ironische, ironie
  • εισάγω στα ολλανδικά - spelen, portee, steken, indoen, importeren, aanbieden, introduceren, ...
  • εισαγωγή στα ολλανδικά - inleiding, introductie, invoering, binnenbrengen, invoeren
  • εισαγωγικός στα ολλανδικά - inleidende, inleidend, inleiding, introductie
Τυχαίες λέξεις
Εισέρχομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: indoen, insteken, binnenlopen, ingaan, betreden, steken, binnengaan, invoeren, binnenkomen