Intiem στα ελληνικά
Μετάφραση: intiem, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδόμυχος, οικείος, στενός, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις
- interveniëren στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- interviewen στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- intonatie στα ελληνικά - τόνος, ατμόσφαιρα, τονισμός, ο τονισμός, τονισμό, επιτονισμού
- intrappen στα ελληνικά - θρυμματίζομαι, θρυμματίζω, συντρίβω, σπάζω, κομματιάζω, σπάσιμο, Smash, ...
Τυχαίες λέξεις
Intiem στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδόμυχος, οικείος, στενός, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις: ενδόμυχος, οικείος, στενός, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο