Kar στα ελληνικά

Μετάφραση: kar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραμπάς, άρμα, κουβαλώ, αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, χειράμαξα, καλάθι
Kar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kapseltje στα ελληνικά - κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
  • kapster στα ελληνικά - κομμωτής, κομμώτρια, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
  • karaf στα ελληνικά - καράφα, κανάτα, καράφας, γυάλινο δοχείο, κανάτας
  • karakter στα ελληνικά - ποιότητα, φύση, προσωπικότητα, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Kar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραμπάς, άρμα, κουβαλώ, αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, χειράμαξα, καλάθι