Αυτοκίνητο στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτοκίνητο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
automobiel, wagen, kar, auto, de auto, car
Αυτοκίνητο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοκίνητο

αυτοκίνητο φυσικό αέριο, αυτοκίνητο αγορά, αυτοκίνητο diesel, αυτοκίνητο hertz, αυτοκίνητο ονειροκρίτης, αυτοκίνητο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοκίνητο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοβιογραφία στα ολλανδικά - autobiografie, autobiografie van, de autobiografie, autobiography, biografie
  • αυτοδύναμος στα ολλανδικά - onafhankelijk, zelfstandig, zelfredzaam, zelfstandige, zelfstandig werk
  • αυτοκίνητος στα ολλανδικά - zelf-, zichzelf, zelf, eigen
  • αυτοκινητιστής στα ολλανδικά - automobilist, automobilisten, autobestuurder, motorist, automobilist die
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκίνητο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: automobiel, wagen, kar, auto, de auto, car