Άρμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: άρμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kar, karretje, wagen, handkar, strijdwagen, blokkenwagen, chariot
Άρμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άρμα

άρμα μάχης μ-48, άρμα πολιτών, άρμα του ήλιου, άρμα θέσπιδος, άρμα πάρνηθας, άρμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άρμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άριστος στα ολλανδικά - uitmuntend, voortreffelijk, grandioos, verheven, briljant, overweldigend, prachtig, ...
  • άρκευθος στα ολλανδικά - jenever, Juniper, jeneverbes, jeneverbessen, de jeneverbes
  • άρπα στα ολλανδικά - harp, de harp
  • άρρωστος στα ολλανδικά - waanzinnig, slecht, kwalijk, aandoening, krankzinnig, afschuwelijk, dolzinnig, ...
Τυχαίες λέξεις
Άρμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kar, karretje, wagen, handkar, strijdwagen, blokkenwagen, chariot