Karakter στα ελληνικά

Μετάφραση: karakter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποιότητα, φύση, προσωπικότητα, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Karakter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kar στα ελληνικά - αραμπάς, άρμα, κουβαλώ, αυτοκίνητο, κούρσα, μηχάνημα, χειράμαξα, ...
  • karaf στα ελληνικά - καράφα, κανάτα, καράφας, γυάλινο δοχείο, κανάτας
  • karakteristiek στα ελληνικά - ξεχωριστός, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
  • karakterschets στα ελληνικά - προφίλ, επισκόπηση, σκίτσο, σκαρίφημα, σχεδιάγραμμα, σχεδίασμα
Τυχαίες λέξεις
Karakter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποιότητα, φύση, προσωπικότητα, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα