Προσωπικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karakter, persoonlijkheid, geaardheid, aard, de persoonlijkheid, persoonlijkheidsstoornis, persoonlijkheid van
Προσωπικότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα

προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσωπικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικό στα ολλανδικά - staf, faculteit, personeel, medewerkers, het personeel, personeelsleden
  • προσωπικός στα ολλανδικά - persoonlijk, eigen, persoonlijke, persoonsgegevens, de persoonlijke
  • προσωποποιώ στα ολλανδικά - verpersoonlijken, vertolken, imiteren, voordoen als, zich voordoen als
  • προσωρινά στα ολλανδικά - tijdelijk, eventjes, even, tijdelijke, tijdelijk te, voorlopig, tijdelijk niet
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: karakter, persoonlijkheid, geaardheid, aard, de persoonlijkheid, persoonlijkheidsstoornis, persoonlijkheid van