Φύση στα ολλανδικά

Μετάφραση: φύση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aard, natuur, karakter, wezen, geaardheid, nave, de natuur
Φύση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φύση

φύση συνώνυμα, φύση και θέση, φύση αποφθέγματα, φύση προσωρινής διαταγής, φύση εικόνες, φύση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φύση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φύλλωμα στα ολλανδικά - vel, gebladerte, loof, bladertooi, bladeren, blad, bladerdek
  • φύλο στα ολλανδικά - kunne, sekse, geslacht, seks, sex, seksuele
  • φώκια στα ολλανδικά - rob, verzegelen, bezegelen, zegel, zeehond, afdichting, seal, ...
  • χάλια στα ολλανδικά - jammerlijk, ellendig, schamel, belabberd, armoedig, arm, bedorven, ...
Τυχαίες λέξεις
Φύση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aard, natuur, karakter, wezen, geaardheid, nave, de natuur