Karwei στα ελληνικά
Μετάφραση: karwei, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληψη, υπόθεση, γραμμή, εργασία, κατοχή, εργάζομαι, επιχείρηση, δουλειές, καθήκον, δουλειά, επάγγελμα, παρατάσσω, ρυτίδα, δουλεύω, επενδύω, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kartel στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, συνδυάζω, καρτέλ, σύμπραξη, σύμπραξης, συμπράξεως, ...
- kartonnen στα ελληνικά - χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
- kas στα ελληνικά - μέχρι, στήθος, ταμείο, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
- kashouder στα ελληνικά - ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier
Τυχαίες λέξεις
Karwei στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληψη, υπόθεση, γραμμή, εργασία, κατοχή, εργάζομαι, επιχείρηση, δουλειές, καθήκον, δουλειά, επάγγελμα, παρατάσσω, ρυτίδα, δουλεύω, επενδύω, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης
Μεταφράσεις: κατάληψη, υπόθεση, γραμμή, εργασία, κατοχή, εργάζομαι, επιχείρηση, δουλειές, καθήκον, δουλειά, επάγγελμα, παρατάσσω, ρυτίδα, δουλεύω, επενδύω, εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόλησης