Δουλεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werken, karwei, voortbrengen, emplooi, werkplek, functioneren, werk, arbeid, maken, werkzaamheden, het werk, work
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεύω
δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δουλεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δουλειά στα ολλανδικά - werkplek, kwestie, maken, vraagpunt, ding, nering, vraagstuk, ...
- δουλειές στα ολλανδικά - ambacht, bezetting, nering, zaak, handwerk, opgave, karwei, ...
- δοχείο στα ολλανδικά - kuip, bak, btw, tobbe, teil, houder, vat, ...
- δούλος στα ολλανδικά - slavin, slaaf, slave, slaven
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: werken, karwei, voortbrengen, emplooi, werkplek, functioneren, werk, arbeid, maken, werkzaamheden, het werk, work
Μεταφράσεις: werken, karwei, voortbrengen, emplooi, werkplek, functioneren, werk, arbeid, maken, werkzaamheden, het werk, work