Καθήκον στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgave, obligatie, verplichting, taak, klus, karwei, opdracht, taken, task
Καθήκον στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθήκον στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ολλανδικά - schoonmaak, reiniging, schoonmaken, reinigen, het reinigen
  • καθέλκυση στα ολλανδικά - lancering, tewaterlating, start, lanceren, opstarten
  • καθίζω στα ολλανδικά - plaats, plaatsen, achterste, zetten, zitplaats, kont, bips, ...
  • καθαγιάζω στα ολλανδικά - heiligen, ophitsend, hallow, zegen, zegent
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opgave, obligatie, verplichting, taak, klus, karwei, opdracht, taken, task