Keer στα ελληνικά

Μετάφραση: keer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετάφραση, μεταβολή, καιρός, περίπτωση, φορά, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, χρόνος, μεταμόρφωση, τροποποίηση, ώρα, χρόνο, χρόνου
Keer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keelgat στα ελληνικά - λαιμός, λαιμό, λαιμού, το λαιμό, του λαιμού
  • keep στα ελληνικά - εγκοπή, εγκοπής, notch, εντομή, εγκοπών
  • keerzijde στα ελληνικά - ανατρέφω, ενισχύω, πλάτη, υποστηρίζω, πισινός, αντίστροφο, αντίστροφος, ...
  • keet στα ελληνικά - αχυρώνας, καλύβα, παράγκα, υπόστεγο, εξέδρα, αποβάλλω, Ξύλινη Καλύβα, ...
Τυχαίες λέξεις
Keer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετάφραση, μεταβολή, καιρός, περίπτωση, φορά, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, χρόνος, μεταμόρφωση, τροποποίηση, ώρα, χρόνο, χρόνου