Χρόνος στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρόνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maal, jaar, keer, tijd, poos, moment, de tijd, keer dat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρόνος
χρόνος περιοδικό, χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης, χρόνος ημιζωής, χρόνος έκδοσης τιμολογίου, χρόνος απόκρισης οθόνης, χρόνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρόνος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χρωστώ στα ολλανδικά - heb ik te danken, dank ik
- χρόνιος στα ολλανδικά - chronisch, chronische, een chronische, van chronische, de chronische
- χρώμα στα ολλανδικά - kleuren, verven, kleur, color, Colors, Kleurenfotografie
- χτένα στα ολλανδικά - kam, kammen, uitkammen, comb, kam van
Τυχαίες λέξεις
Χρόνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maal, jaar, keer, tijd, poos, moment, de tijd, keer dat
Μεταφράσεις: maal, jaar, keer, tijd, poos, moment, de tijd, keer dat