Ώρα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zittingsperiode, sessie, maal, tijd, poos, keer, zitting, moment, de tijd, keer dat
Ώρα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ώρα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα ολλανδικά - duwen, stoten, stoot, steek, stuwkracht, strekking, duw
  • ώμος στα ολλανδικά - schouder, de schouder, schouders, schoudertas, shoulder
  • ώριμος στα ολλανδικά - belegen, rijp, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, volgroeide
  • ώσπου στα ολλανδικά - voor, totdat, tot, tot en, tot en met
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zittingsperiode, sessie, maal, tijd, poos, keer, zitting, moment, de tijd, keer dat