Kentering στα ελληνικά

Μετάφραση: kentering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβολή, αλλάζω, παραλλαγή, μεταμόρφωση, παραλλάζω, μετατροπή, τροποποίηση, μετάφραση, αντιστροφή, αναστροφή, αναστροφής, αντιστροφής, ανατροπή
Kentering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kenner στα ελληνικά - ειδικός, ειδικό, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένες
  • kennis στα ελληνικά - γνώσεις, γνώση, γνωριμία, οικειότητα, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
  • kerel στα ελληνικά - πρόσωπο, ψυχή, ατομικός, θνητός, άνθρωπος, ανθρώπινος, άτομο, ...
  • keren στα ελληνικά - στρίβω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Τυχαίες λέξεις
Kentering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβολή, αλλάζω, παραλλαγή, μεταμόρφωση, παραλλάζω, μετατροπή, τροποποίηση, μετάφραση, αντιστροφή, αναστροφή, αναστροφής, αντιστροφής, ανατροπή