Kern στα ελληνικά

Μετάφραση: kern, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάρκα, ουσία, πυρήνας, πράξη, καρδιά, σύνολο, ψίχα, μυελός, κρέας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
Kern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kermen στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, μουγκρίζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, ...
  • kermis στα ελληνικά - πανηγύρι, ξανθός, δίκαιος, έκθεση, εύλογη, δίκαιη, εύλογης
  • kernachtig στα ελληνικά - σθεναρός, νευρώδης, μεστή, μεστό, μυελώδης
  • kernspreuk στα ελληνικά - απόφθεγμα, αφορισμός, αφορισμό, ρητό, αφορισμού
Τυχαίες λέξεις
Kern στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάρκα, ουσία, πυρήνας, πράξη, καρδιά, σύνολο, ψίχα, μυελός, κρέας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος