Klaarblijkelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: klaarblijkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφανής, προφανής, φανερός, σκέτος, εναργής, φαινομενικός, κάμπος, εμφανώς, φαινομενικά, πεδιάδα, σκέτο, έκδηλος, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kit στα ελληνικά - κόλλα, κολλώ, κιτ, σετ, πακέτο, του κιτ
- klaar στα ελληνικά - έτοιμος, διαυγής, φανταστικός, ζωντανός, εναργής, λαμπερός, τελείωσε, ...
- klaarmaken στα ελληνικά - ετοιμάζεται, ετοιμάζονται, προετοιμάζεται, ετοιμαζόταν, ετοιμασία
- klaarspelen στα ελληνικά - επιτυγχάνω, πετυχαίνω, επιτύχει, επιτύχουν, πετύχει, να πετύχει, πετύχουν
Τυχαίες λέξεις
Klaarblijkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφανής, προφανής, φανερός, σκέτος, εναργής, φαινομενικός, κάμπος, εμφανώς, φαινομενικά, πεδιάδα, σκέτο, έκδηλος, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι
Μεταφράσεις: εμφανής, προφανής, φανερός, σκέτος, εναργής, φαινομενικός, κάμπος, εμφανώς, φαινομενικά, πεδιάδα, σκέτο, έκδηλος, προφανώς, φαινόμενα, τα φαινόμενα, φαίνεται ότι