Kloven στα ελληνικά

Μετάφραση: kloven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχοτομία, μοίρα, διχάζω, διαιρώ, μοιράζω, χωρίζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Kloven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • klos στα ελληνικά - πηνίο, μηχανάκι, κουλούρα, μασούρι, κουβαρίστρα, μπομπίνα, μπομπίνας
  • klotsen στα ελληνικά - πιτσιλίζω, πιτσιλάω, πλατσουρίζω, αγκαλιά, γύρο, γύρου, κάτω του υπογαστρίου, ...
  • klucht στα ελληνικά - φάρσα, παρωδία, φάρσας, φαρσοκωμωδία, κωμωδία
  • kluit στα ελληνικά - βώλος, μπουμπούνας, βραχιόνιο, σβόλο, το βραχιόνιο, σβόλος
Τυχαίες λέξεις
Kloven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχοτομία, μοίρα, διχάζω, διαιρώ, μοιράζω, χωρίζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη