Knok στα ελληνικά

Μετάφραση: knok, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
Knok στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • knoeien στα ελληνικά - χάος, το χάος, χάλια, χάλι, βρωμίσει
  • knoflook στα ελληνικά - σκόρδο, το σκόρδο, σκόρδου, σκόρδα, τα σκόρδα
  • knol στα ελληνικά - βολβός, κόνδυλος, κονδύλων, κονδυλώδη, των κονδύλων
  • knolraap στα ελληνικά - γογγύλι, γογγύλια, γογγυλιού, αγριογογγυλιών, γογγυλιών
Τυχαίες λέξεις
Knok στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών