Kort στα ελληνικά

Μετάφραση: kort, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, λίγο, μικρός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Kort στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • korps στα ελληνικά - σώμα, σώματος, Corps, σώματα, σωμάτων
  • korrel στα ελληνικά - σπυρί, δημητριακό, καλαμπόκι, κουκούτσι, δημητριακά, κόκκος, σιτηρά, ...
  • kortaangebonden στα ελληνικά - οξυδερκής, κοφτός, μυτερός, κοφτερός, αιφνίδιος, ευέξαπτος
  • kortademig στα ελληνικά - ασθματικός, ασθμαίνων, ασθμαίνοντος, συρίττοντα, συριγμού του
Τυχαίες λέξεις
Kort στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, λίγο, μικρός, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής