Κοντός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοντός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kort, bruusk, kortstondig, korte, op korte, Kortom, de korte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοντός
κοντός ψαλμός αλληλούια σημαίνει, κοντός ψαλμός, κοντός πρόεδρος εοπυυ, κοντός παπούτσια, κοντός εοπυυ, κοντός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοντός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοντινός στα ολλανδικά - hiernaast, naburig, aanstaand, daarnaast, nabij, eerstvolgend, komend, ...
- κοντολογίς στα ολλανδικά - kortom, in het kort, kort, kortweg
- κοπάδι στα ολλανδικά - kudde, schare, troep, roedel, overvloed, school, beslag, ...
- κοπάζω στα ολλανδικά - bekoelen, luwen, bedaren, verminderen, afnemen, verzwakken, gaan liggen
Τυχαίες λέξεις
Κοντός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kort, bruusk, kortstondig, korte, op korte, Kortom, de korte
Μεταφράσεις: kort, bruusk, kortstondig, korte, op korte, Kortom, de korte