Kreek στα ελληνικά

Μετάφραση: kreek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, κόλπος, ρυάκι, ποταμάκι, Creek, κολπίσκο, κολπίσκος
Kreek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • krediet στα ελληνικά - πίστωση, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
  • kreeft στα ελληνικά - αστακός, αστακό, αστακού, αστακών, τον αστακό
  • kreet στα ελληνικά - στριγγλίζω, κλήση, κατακραυγή, φωνάζω, στριγκλίζω, αγανάκτηση, τηλεφωνώ, ...
  • kregel στα ελληνικά - ευέξαπτος, οξύθυμος, πικρόχολος, petulantly
Τυχαίες λέξεις
Kreek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, κόλπος, ρυάκι, ποταμάκι, Creek, κολπίσκο, κολπίσκος