Laden στα ελληνικά

Μετάφραση: laden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, φορτίζω, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Laden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ladder στα ελληνικά - κλίμακα, σκάλα, κλίμακας, κλιμάκωση, λέπι, σκάλας
  • lade στα ελληνικά - συρτάρι, συρταριού, το συρτάρι, συρταριών, του συρταριού
  • lading στα ελληνικά - φορτίζω, φορτώνω, φορτίο, βάρος, γεμίζω, φόρτωση, αποστολή, ...
  • lady στα ελληνικά - βασιλιάς, ρήγας, βασίλισσα, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Laden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορτώνω, βάρος, ζαλίκι, γεμίζω, φορτίο, κατηγορία, φροντίδα, φορτίζω, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων