Lang στα ελληνικά

Μετάφραση: lang, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψηλόλιγνος, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Lang στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • landsgrens στα ελληνικά - ρέλι, σύνορο, μεθόριος, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
  • landstreek στα ελληνικά - μερίδιο, χωρίζω, περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, την περιοχή
  • langdurigheid στα ελληνικά - μήκος
  • langer στα ελληνικά - πια, πλέον, μακρύτερα, περισσότερο, είναι πλέον, μεγαλύτερη
Τυχαίες λέξεις
Lang στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψηλόλιγνος, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς