Laten στα ελληνικά

Μετάφραση: laten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, σκοπός, προκαλώ, επιτρέπω, προξενώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ενοικιάζομαι, κάνω, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
Laten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lastig στα ελληνικά - σκληρός, μόλις, σκληροτράχηλος, δύσκολος, σπάνιος, άβολος, δίκαιος, ...
  • lat στα ελληνικά - πηχάκι, πήχη, το πηχάκι, lath, πηχακιού
  • later στα ελληνικά - μεταγενέστερα, έπειτα, διαρκώ, μετά, μεταγενέστερος, κατόπιν, τελευταίος, ...
  • latuw στα ελληνικά - μαρούλι, μαρούλια, μαρουλιού, τα μαρούλια, το μαρούλι
Τυχαίες λέξεις
Laten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, σκοπός, προκαλώ, επιτρέπω, προξενώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ενοικιάζομαι, κάνω, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε