Leeftijd στα ελληνικά

Μετάφραση: leeftijd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Leeftijd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leed στα ελληνικά - θλίψη, οδύνη, πόνος, λύπη, απογοήτευση, τη θλίψη, θλίψης, ...
  • leedwezen στα ελληνικά - λυπάμαι, μετανιώνω, λύπη, θλίψη, τη θλίψη, θλίψης, λύπης
  • leeg στα ελληνικά - καθαρός, άδειος, άσπρος, λευκό, άγραφτος, κενός, καθαρίζω, ...
  • leegheid στα ελληνικά - κενότητα, κενό, κενού, το κενό, κενότητας
Τυχαίες λέξεις
Leeftijd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών