Ηλικία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdperk, ouderdom, leeftijd, jaar, de leeftijd
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικία
ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλικία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτρονικός στα ολλανδικά - elektronisch, electronisch, elektronische, de elektronische, electronische
- ηλιακός στα ολλανδικά - zonne-, zonne, solar
- ηλικίας στα ολλανδικά - oud, leeftijd, tijdperk, ouderdom, jaar, de leeftijd
- ηλικιωμένος στα ολλανδικά - oud, ouderen, bejaarden, bejaarde, oudere, ouderenzorg
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tijdperk, ouderdom, leeftijd, jaar, de leeftijd
Μεταφράσεις: tijdperk, ouderdom, leeftijd, jaar, de leeftijd