Lens στα ελληνικά

Μετάφραση: lens, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
Lens στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lenig στα ελληνικά - ευλύγιστος, γοργός, εύκαμπτος, εύστροφος, σβέλτος, γρήγορος, ευκίνητος, ...
  • lening στα ελληνικά - δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
  • lente στα ελληνικά - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
  • lentemaand στα ελληνικά - βαδίζω, μάρτιος, Μάρτιος, Μαρτίου, πορεία, Μάρτιο, Μάρτιο του
Τυχαίες λέξεις
Lens στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού