Letsel στα ελληνικά

Μετάφραση: letsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματίζω, βλάβη, πονώ, βλάπτω, χτυπώ, πληγώνω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Letsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lessenaar στα ελληνικά - θρανίο, αναλόγιο, αναλογίου, lectern, αναλόγιο το, αναλόγιο του ομιλητή
  • lethargie στα ελληνικά - λήθαργος, λήθαργο, λήθαργου, το λήθαργο, λήθαργό
  • letter στα ελληνικά - χαρακτήρας, ποιότητα, γράμμα, επιστολή, έγγραφο, επιστολής
  • lettergreep στα ελληνικά - συλλαβή, συλλαβής, συλλαβών, συλλαβές
Τυχαίες λέξεις
Letsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματίζω, βλάβη, πονώ, βλάπτω, χτυπώ, πληγώνω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας