Leuk στα ελληνικά
Μετάφραση: leuk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστείος, κωμικός, χαριτωμένος, περίεργος, όμορφη, ωραίος, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leugen στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
- leugenaar στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
- leuning στα ελληνικά - κιγκλίδωμα, βοήθεια, στυλοβάτης, συμπαράσταση, υποστήριγμα, στήριγμα, κουπαστή, ...
- leuningstoel στα ελληνικά - πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
Τυχαίες λέξεις
Leuk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστείος, κωμικός, χαριτωμένος, περίεργος, όμορφη, ωραίος, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
Μεταφράσεις: αστείος, κωμικός, χαριτωμένος, περίεργος, όμορφη, ωραίος, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο