Liefelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: liefelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευγενικός, μαλακός, ήπιος, τρυφερός, πράος, απαλός, όμορφη, υπέροχη, υπέροχο, όμορφο, όμορφα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lief στα ελληνικά - αγαπημένος, προσηνής, σταθερός, είδος, χαριτωμένος, καλός, εγκάρδιος, ...
- liefde στα ελληνικά - αγάπη, έρωτας, αγαπώ, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
- liefhebben στα ελληνικά - αγαπώ, έρωτας, αγάπη, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
- liefhebbend στα ελληνικά - στοργικός, τρυφερός, μαλακός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας
Τυχαίες λέξεις
Liefelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευγενικός, μαλακός, ήπιος, τρυφερός, πράος, απαλός, όμορφη, υπέροχη, υπέροχο, όμορφο, όμορφα
Μεταφράσεις: ευγενικός, μαλακός, ήπιος, τρυφερός, πράος, απαλός, όμορφη, υπέροχη, υπέροχο, όμορφο, όμορφα