Τρυφερός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teder, teer, aanbod, offerte, aanbesteding, gunning, liefhebbend, zoet, zacht, liefelijk, mals, liefdevolle, loving, liefhebbende, liefdevol
Τρυφερός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρυφερός

τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρυφερός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρυπάνι στα ολλανδικά - boor, boormachine, boren, drill, zaaimachine
  • τρυπώ στα ολλανδικά - jongeheer, snikkel, pik, prikken, leuter, schram, steken, ...
  • τρυφερότητα στα ολλανδικά - emotie, genegenheid, gemoedsbeweging, affect, aandoening, tederheid, gevoeligheid, ...
  • τρωκτικό στα ολλανδικά - knaagdier, knaagdieren, van knaagdieren
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: teder, teer, aanbod, offerte, aanbesteding, gunning, liefhebbend, zoet, zacht, liefelijk, mals, liefdevolle, loving, liefhebbende, liefdevol