Lijdzaamheid στα ελληνικά
Μετάφραση: lijdzaamheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποχή, υπομονή, καρτερία, μακροθυμία, την υπομονή, υπομονής, η υπομονή, υπομονή για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ligging στα ελληνικά - τόπος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέση, κατάσταση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, ...
- lijden στα ελληνικά - ανέχομαι, καημός, παθαίνω, πάσχω, πονώ, υπομένω, χτυπώ, ...
- lijfeigene στα ελληνικά - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
- lijfeigenschap στα ελληνικά - σκλαβιά, δουλειά, δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
Τυχαίες λέξεις
Lijdzaamheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποχή, υπομονή, καρτερία, μακροθυμία, την υπομονή, υπομονής, η υπομονή, υπομονή για
Μεταφράσεις: αποχή, υπομονή, καρτερία, μακροθυμία, την υπομονή, υπομονής, η υπομονή, υπομονή για