Καρτερία στα ολλανδικά
Μετάφραση: καρτερία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρτερία
κορβέτα καρτερία, καρτερία ήταν το όνομα του πρώτου ατμοκίνητου πλοίου, καρτερία λεξικό, καρτερία 1, επιχείρηση καρτερία, καρτερία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρτερία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καρπός στα ολλανδικά - fruit, vrucht, vruchten, groenten, soorten groenten
- καρτέρι στα ολλανδικά - hinderlaag, val, valstrik, voet te houden, de voet te houden, houden
- καρυκεύω στα ολλανδικά - aroma, specerij, geur, kruiden, kruid, specerijen, spice
- καρφί στα ολλανδικά - draadnagel, spijker, nagelen, nagel, spijkeren, nail, namen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρτερία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding
Μεταφράσεις: geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding