Long στα ελληνικά
Μετάφραση: long, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lomp στα ελληνικά - χονδροειδής, ωμός, κουρέλι, ακατέργαστος, αγροίκος, άξεστος, άξεστες, ...
- lonen στα ελληνικά - αμοιβή, ανταμοιβή, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
- lont στα ελληνικά - φυτίλι, φιτίλι, θρυαλλίδα, θρυαλλίδας, φυτιλιού
- lood στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μόλυβδος, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Long στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
Μεταφράσεις: πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων