Loos στα ελληνικά

Μετάφραση: loos, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, άδειος, λάθος, αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, ψευδείς, ψευδή, ψευδών, ψευδώς
Loos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • loopbaan στα ελληνικά - επιτήδευμα, καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, την καριέρα, καριέρας
  • loopgraaf στα ελληνικά - χαράκωμα, χαντάκι, τάφρος, τάφρο, τάφρου
  • loot στα ελληνικά - θέμα, παιδί, τεύχος, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, ...
  • lopen στα ελληνικά - ρυθμός, σεργιανίζω, κίνηση, βηματίζω, τσαλαπατώ, κινώ, πηγαίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Loos στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, άδειος, λάθος, αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, ψευδείς, ψευδή, ψευδών, ψευδώς