Lotsbestemming στα ελληνικά
Μετάφραση: lotsbestemming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, το πεπρωμένο, πεπρωμένου, τη μοίρα
Μεταφράσεις
- loten στα ελληνικά - διανέμω, δημοπρασίες, δημοπρασιών, πλειστηριασμούς, πλειστηριασμών, πλειστηριασμοί
- lotgeval στα ελληνικά - περιπέτεια, φύλλα, τα φύλλα, φύλλων, αφήνει, φύλλα του
- louter στα ελληνικά - ξεστομίζω, ολοκληρώνω, κάμπος, πέλμα, εντελώς, ασυντρόφευτος, ατόφιος, ...
- louteren στα ελληνικά - ραφινάρω, βελτιώνω, καθαρίζω, εκκενώνω, καθαρός, εκκαθαρίζω, καθαρτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Lotsbestemming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, το πεπρωμένο, πεπρωμένου, τη μοίρα
Μεταφράσεις: πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, το πεπρωμένο, πεπρωμένου, τη μοίρα