Maatschappij στα ελληνικά
Μετάφραση: maatschappij, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσταγή, επιχρυσώνω, παραγγελία, κοινωνία, σωματείο, παραγγέλλω, εντολή, ένωση, συντεχνία, ρόπαλο, λέσχη, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- maatregel στα ελληνικά - τακτοποίηση, κριτήριο, βήμα, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, σύστημα, ...
- maatschappelijk στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικά, κοινωνική, κοινωνικής, κοινωνικώς, κοινωνικό
- maatstaf στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, κριτήριο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- macaroni στα ελληνικά - μακαρονάδα, μακαρόνια, μακαρονιών, μακαρόνι, ζυμαρικών
Τυχαίες λέξεις
Maatschappij στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσταγή, επιχρυσώνω, παραγγελία, κοινωνία, σωματείο, παραγγέλλω, εντολή, ένωση, συντεχνία, ρόπαλο, λέσχη, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της
Μεταφράσεις: προσταγή, επιχρυσώνω, παραγγελία, κοινωνία, σωματείο, παραγγέλλω, εντολή, ένωση, συντεχνία, ρόπαλο, λέσχη, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της