Ρόπαλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρόπαλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vereniging, gemeenschap, club, maatschappij, genootschap, samenleving, sociëteit, knots, vleermuis, knuppel, BBT, BAT
Ρόπαλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρόπαλο

ρόπαλο του baseball, ρόπαλο μπέιζμπολ, πτυσσόμενο ρόπαλο, βορίδης ρόπαλο, ρόπαλο του ηρακλή, ρόπαλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρόπαλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρόμβος στα ολλανδικά - tarbot, griet, ruit, Rhombus, rombus, van de ruit, de Ruit
  • ρόμπα στα ολλανδικά - toga, japon, jurk, gewaad, mantel, robe, kleed, ...
  • ρύζι στα ολλανδικά - rijst, rijst van, van rijst, rijst-
  • ρύθμιση στα ολλανδικά - bewerking, verordening, inrichting, verandering, afstelling, wijziging, adaptatie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρόπαλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vereniging, gemeenschap, club, maatschappij, genootschap, samenleving, sociëteit, knots, vleermuis, knuppel, BBT, BAT