Misbruiken στα ελληνικά
Μετάφραση: misbruiken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίζω, καταχρώμαι, λοιδορία, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mis στα ελληνικά - μάζα, λάθος, μαζικός, λανθασμένος, άδικο, κακό, εσφαλμένος
- misbruik στα ελληνικά - κατάχρηση, καταχρώμαι, λοιδορία, βρίζω, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
- misdaad στα ελληνικά - έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
- misdadig στα ελληνικά - εγκληματικός, εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
Τυχαίες λέξεις
Misbruiken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίζω, καταχρώμαι, λοιδορία, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Μεταφράσεις: βρίζω, καταχρώμαι, λοιδορία, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων