Κατάχρηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krenken, mishandelen, gescheld, beledigen, misbruiken, affronteren, uitschelden, misbruik, vanwege misbruik, melden, mishandeling, geweld
Κατάχρηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάχρηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα ολλανδικά - aangrijpen, grijpen, confisqueren, bemachtigen, vorderen, beslag leggen op, sekwestreren, ...
  • κατάφορτος στα ολλανδικά - vol, beladen, bezaaid
  • κατέχω στα ολλανδικά - bezitten, eigen, houden, vasthouden, aanhouden, houd, te houden
  • κατήγορος στα ολλανδικά - aanklager, justitie, van justitie, officier van justitie, openbare aanklager
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: krenken, mishandelen, gescheld, beledigen, misbruiken, affronteren, uitschelden, misbruik, vanwege misbruik, melden, mishandeling, geweld