Monumentaal στα ελληνικά

Μετάφραση: monumentaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μνημειώδης, πελώριος, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Monumentaal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • montuur στα ελληνικά - περιβάλλον, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό
  • monument στα ελληνικά - μνημόσυνο, μνημείο, μνημείου, μνημείων, μνημείο που
  • mooi στα ελληνικά - χαριτωμένος, ψιλή, όμορφος, αίθριος, φίνος, πρόστιμο, όμορφη, ...
  • mooiprater στα ελληνικά - παρακινητής, κόλαξ
Τυχαίες λέξεις
Monumentaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μνημειώδης, πελώριος, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό