Naamwoord στα ελληνικά
Μετάφραση: naamwoord, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίτλος, ονομάζω, ονομασία, επωνυμία, όνομα, ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, ουσιαστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- naamgever στα ελληνικά - νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του
- naamloos στα ελληνικά - ανώνυμος, άσημος, ανώνυμο, ανώνυμη, χωρίς όνομα
- naar στα ελληνικά - περασμένος, ανέντιμος, από, ακάθαρτος, απαίσιος, βρώμικος, βρόμικος, ...
- naargeestig στα ελληνικά - σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, σκυθρωπός, μελαγχολικός, μελαχρινός, μπλε, ...
Τυχαίες λέξεις
Naamwoord στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίτλος, ονομάζω, ονομασία, επωνυμία, όνομα, ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, ουσιαστικών
Μεταφράσεις: τίτλος, ονομάζω, ονομασία, επωνυμία, όνομα, ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, ουσιαστικών