Naar στα ελληνικά

Μετάφραση: naar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, ανέντιμος, από, ακάθαρτος, απαίσιος, βρώμικος, βρόμικος, σε, άρρωστος, παρελθόν, γυμνός, ανεμοδαρμένος, προς, να, για, με
Naar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • naamloos στα ελληνικά - ανώνυμος, άσημος, ανώνυμο, ανώνυμη, χωρίς όνομα
  • naamwoord στα ελληνικά - τίτλος, ονομάζω, ονομασία, επωνυμία, όνομα, ουσιαστικό, noun, ...
  • naargeestig στα ελληνικά - σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, σκυθρωπός, μελαγχολικός, μελαχρινός, μπλε, ...
  • naarstig στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, industriously
Τυχαίες λέξεις
Naar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, ανέντιμος, από, ακάθαρτος, απαίσιος, βρώμικος, βρόμικος, σε, άρρωστος, παρελθόν, γυμνός, ανεμοδαρμένος, προς, να, για, με